προσθίων

προσθίων
πρόσθιος
foremost
fem gen pl
πρόσθιος
foremost
masc/neut gen pl
προσθέω
run towards
pres part act masc nom sg (doric)
προσθέω
run towards
pres part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ευθυγράμμιση — και ευθυγράμμηση, η [ευθυγραμμίζω] 1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμή («ευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή) 2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία …   Dictionary of Greek

  • λαβιδοδοντία — η ανατ. τύπος σύγκλεισης τών οδοντικών φραγμών κατά τον οποίο τα μασητικά χείλη τών πρόσθιων δοντιών συναντώνται μεταξύ τους σαν σκέλη λαβίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαβίς, ίδος + οδοντία < ὀδούς, όντος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

  • μετατρόχιο — το το διάστημα που υπάρχει μεταξύ τών πρόσθιων και τών οπίσθιων τροχών ενός οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τρόχιον (< τροχός)] …   Dictionary of Greek

  • οδοντικός — ή, ό (ΑΜ ὀδοντικός, ή, όν) [οδούς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια νεοελλ. φρ. α) «οδοντικά σύμφωνα» γλωσσ. τα άφωνα σύμφωνα τ, δ, θ τα οποία αρθρώνονται με την επαφή τού πρόσθιου μέρους τής γλώσσας στα άκρα τών πρόσθιων δοντιών β)… …   Dictionary of Greek

  • ραχιόδοντος — ο, Ν ζωολ. χαρακτηρισμός φιδιού που τρέφεται με αβγά άλλων ζώων και έχει πολύ ανεπτυγμένες αποφύσεις τών πρόσθιων θωρακικών πλευρών, τις οποίες χρησιμοποιεί για να σπάζει τα κελύφη τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rachiodont < ράχις + …   Dictionary of Greek

  • σεληνοδοντία — η, Ν παλαιότερος όρος που δήλωνε το τοξοειδές ή σεληνοειδές σχήμα τών δοντιών, ιδίως τών πρόσθιων άνω τομέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenodonty (< σελήνη + οδούς, οδόντος + ία)] …   Dictionary of Greek

  • στυλομματοφόρα — τα, Ν ζωολ. υπερτάξη πνευμονοφόρων γαστεροπόδων που χαρακτηρίζονται από τη θέση τών οφθαλμών στην κορυφή τών πρόσθιων κεραιών …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”